- ἀφίξεσθαι
- ἀφίζωrise from one's seatfut inf midἀφικνέομαιarrive atfut inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυπισχνούμαι — έομαι, Α υπόσχομαι κάτι επί πλέον («καὶ προσυπέσχετο παρὰ τοῡ πατρὸς αὐτοῑς ἀφίξεσθαι σίτου», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπισχνοῦμαι «υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek